Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὸ ἐπαγγελλόμενον

См. также в других словарях:

  • ἐπαγγελλόμενον — ἐπαγγέλλω tell aor part mid masc acc sg ἐπαγγέλλω tell aor part mid neut nom/voc/acc sg ἐπαγγέλλω tell pres part mp masc acc sg ἐπαγγέλλω tell pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαγγέλλω — (AM ἐπαγγέλλω) [αγγέλλω] 1. μέσ. υπόσχομαι κάτι χωρίς να μού τό ζητήσουν, προσφέρω («καί σφι προσελθοῡσι ἐπηγγείλατο καταγωγήν καὶ ξείνια», Ηρόδ.) 2. μέσ. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι, ασκώ βιοποριστικό επάγγελμα (α. «επαγγέλλεται τον γιατρό»… …   Dictionary of Greek

  • καινοτομία — η (AM καινοτομία) [καινοτομώ] 1. νεωτερισμός 2. επινόηση, εφεύρεση («καινοτομίαι ὀνομάτων», Πλάτ.) 3. το καινοφανές, το παράδοξο και ασυνήθιστο («τόλκαν και κόμπον ἐν ταῑς καινοτομίαις ἐπαγγελλόμενον», Πλούτ.) (νεοελ. μσν.) αλλαγή, μεταρρύθμιση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»